- πρώτη
- η1) премьера; 2) муз. прима (в гамме)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Πρώτη — I Τίτλος βραχύβιας αθηναϊκής εφημερίδας, που εκδόθηκε το 1931 από τον I.Λ. Χαλκοκονδύλη. II Ακατοίκητο μικρό νησί στο Ιόνιο πέλαγος, απέναντι από την ακτή της Κυπαρισσίας. Χωρίζεται από τα πελοποννησιακά παράλια με τον ομώνυμο δίαυλο. Διοικητικά… … Dictionary of Greek
Πρώτη — Sp Pròtė Ap Πρώτη/Proti L s. Jonijos j. ir g tė ŠR Graikijoje … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Πρῶτη ὑπ’ Ἀμφιλύκη. — πρῶτη ὑπ’ Ἀμφιλύκη. См. Пора меж волка и собаки … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πρώτη φιλοσοφία — (prole philosophia) (греч.) первая философия. Так Аристотель назвал метафизику; Вольф онтологию. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов.… … Философская энциклопедия
πρώτη ύλη — Aπό τεχνικοοικονομική έννοια πρώτες ύλες είναι τα καταναλωτικά αγαθά, που καταναλώνονται από μια επιχείρηση για παραγωγικούς σκοπούς, δηλαδή εκείνα που βρίσκονται στη βάση των διαδικασιών μεταποίησης (στάρι, βαμβάκι, μεταλλεύματα) και εκείνα που… … Dictionary of Greek
Πρωτῇ — Πρωτῆι , Πρωτεύς eyesalve masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτῇ — πρωτῆι , πρωτεύς eyesalve masc dat sg (epic ionic) πρωτός destined fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτή — πρωτός destined fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώτη — πρότερος before fem nom/voc sg (attic epic ionic) πρῶτος before fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώτῃ — πρότερος before fem dat sg (attic epic ionic) πρῶτος before fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τὸ νικᾶν αὐτὸν ἑαυτὸν πασῶν νικῶν πρώτη καὶ ἀρίστη. — См. Самообладание превыше всякого владычества … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)